Ειναι ωραιο να βγαινεις βολτες στους ερημους δρομους το βραδυ.
Ειναι ολα τοσο ησυχα τοσο διαφορετικα. Ξεκουραζονται απο ολες τις δυσκολιες και την φασαρια της μερας. Ηρεμουν. Και μαζευουν δηναμεις για την επομενη μερα. Ποσο δυσκολο θα πρεπει να ειναι? Να κανεις το ιδιο πραγμα καθε μερα. 365 μερες τον χρονο. Μπα, τι το σκεφτομαι ποτε δεν θα μαθω ετσι και αλλιως.
Εγω απλα ειμαι ενας νυχτερινος λαθρεπιβατης, που περναει απο τα ηρεμα σοκακια και ταραζει τον υπνο τους με τα βαρια μου βηματα. Και ομως δεν ενοχλω. Συνεχιζουν να μαζευουν δυναμεις για την επομενη μερα. Δεν τους ενοχλει ενας ασημαντος περαστικος.
Και ετσι συνεχιζω και εγω τον δρομο μου. Το βραδυ ολα ειναι ησυχα. Και παρολο που δεν ειναι κανεις να περπαταει στον δρομο, μπορεις να μυρισεις τα αρώματα τους. Ειναι ακομα εδω να μου πουν οτι καποιος περασε απο εδω τρεχοντας να παει στην δουλεια του, καποιος ετρωγε παγωτο με την κοπελα του, οτι καποιος ειχε κατσει στο πιο διπλα παγκακι και κοιταζε απλα ολους τους υπολοιπους.
Παω και καθομαι στην θεση εκεινου που απλα παρατηρουσε.
Ξερω ομως οτι εκεινος μεσα στον γεματο δρομο δε εβλεπε αυτο που βλεπω τωρα εγω.
Στον απεναντι τοιχο ειναι ζωγραφισμενη μια κοπελα με μαυρα μαλλια που μου χαμογελαει. Αυτη την ομορφια ειμαι σιγουρος πως δεν την ειδε αυτος που καθοταν το πρωι στην θεση που καθομαι εγω τωρα. Την βλεπω να με κοιταει στα ματια και ενα χαμογελο να ειναι ζωγραφισμενο στα χειλη της.. Πιανω τον εαυτο μου να της χαμογελαει και για μια στιγμη νομιζω οτι μου σαλεψε και εμενα. Οπως ολου του κοσμου αλλωστε. Το βλεμα της ειναι σταθερο και καθαρο. Το νιωθω να με διαπερνα και να ψαχνει καθε μερος του μυαλου και της ψυχης μου. Χωρις να ξερω το γιατι μου θυμίζει κατι. Και αρχιζω να μιλαω να μιλαω να μιλαω να μιλαω. Και εκεινη ειναι εκει. Με το ιδιο βλεμα και το ιδιο χαμογελο. Μεσα σε 2 ωρες της εχω πει σχεδον την μιση μου ζωη.
Και εκεινο το χαμογελο στο προσωπο της δεν αλλαξε. Δεν εβγαλε αχνα, δεν με διεκοψε, δεν με εκρινε, δεν εκλαψε. Απλα με ακουγε.
Ο δρομος αρχιζει να γεμιζει φασαρια. Μεταλλικοι ηχοι και σειρηνες σπανε την ηρεμια της νυχτας και με κανουν να παρω απο πανω της το βλεμα μου. Εχει κιολας ξημερωσει. Το χρωμα του ουρανου αρχιζει σιγα σιγα να ανοιγει.
Την πλησιαζω και της δινω ενα φιλι στο μαγουλο.
Για μια στιγμη νομιζω πως πεταρισε τα βλεφαρα της, αλλα δεν μπορω να στο πω με σιγουρια.
Θα σε δω και αυριο, να με περιμενεις της φωναζω καθως απομακρυνομαι.
Το ξερω πως και αυριο θα ειναι εκει και θα με περιμενει.
ΥΓ. Αν την ψαξεις και εσυ καπου στους δρομους της Πατρας θα την βρεις. Κατσε και μιλησε της. Θα σε ακουσει...
Ειναι ολα τοσο ησυχα τοσο διαφορετικα. Ξεκουραζονται απο ολες τις δυσκολιες και την φασαρια της μερας. Ηρεμουν. Και μαζευουν δηναμεις για την επομενη μερα. Ποσο δυσκολο θα πρεπει να ειναι? Να κανεις το ιδιο πραγμα καθε μερα. 365 μερες τον χρονο. Μπα, τι το σκεφτομαι ποτε δεν θα μαθω ετσι και αλλιως.
Εγω απλα ειμαι ενας νυχτερινος λαθρεπιβατης, που περναει απο τα ηρεμα σοκακια και ταραζει τον υπνο τους με τα βαρια μου βηματα. Και ομως δεν ενοχλω. Συνεχιζουν να μαζευουν δυναμεις για την επομενη μερα. Δεν τους ενοχλει ενας ασημαντος περαστικος.
Και ετσι συνεχιζω και εγω τον δρομο μου. Το βραδυ ολα ειναι ησυχα. Και παρολο που δεν ειναι κανεις να περπαταει στον δρομο, μπορεις να μυρισεις τα αρώματα τους. Ειναι ακομα εδω να μου πουν οτι καποιος περασε απο εδω τρεχοντας να παει στην δουλεια του, καποιος ετρωγε παγωτο με την κοπελα του, οτι καποιος ειχε κατσει στο πιο διπλα παγκακι και κοιταζε απλα ολους τους υπολοιπους.
Παω και καθομαι στην θεση εκεινου που απλα παρατηρουσε.
Ξερω ομως οτι εκεινος μεσα στον γεματο δρομο δε εβλεπε αυτο που βλεπω τωρα εγω.
Στον απεναντι τοιχο ειναι ζωγραφισμενη μια κοπελα με μαυρα μαλλια που μου χαμογελαει. Αυτη την ομορφια ειμαι σιγουρος πως δεν την ειδε αυτος που καθοταν το πρωι στην θεση που καθομαι εγω τωρα. Την βλεπω να με κοιταει στα ματια και ενα χαμογελο να ειναι ζωγραφισμενο στα χειλη της.. Πιανω τον εαυτο μου να της χαμογελαει και για μια στιγμη νομιζω οτι μου σαλεψε και εμενα. Οπως ολου του κοσμου αλλωστε. Το βλεμα της ειναι σταθερο και καθαρο. Το νιωθω να με διαπερνα και να ψαχνει καθε μερος του μυαλου και της ψυχης μου. Χωρις να ξερω το γιατι μου θυμίζει κατι. Και αρχιζω να μιλαω να μιλαω να μιλαω να μιλαω. Και εκεινη ειναι εκει. Με το ιδιο βλεμα και το ιδιο χαμογελο. Μεσα σε 2 ωρες της εχω πει σχεδον την μιση μου ζωη.
Και εκεινο το χαμογελο στο προσωπο της δεν αλλαξε. Δεν εβγαλε αχνα, δεν με διεκοψε, δεν με εκρινε, δεν εκλαψε. Απλα με ακουγε.
Ο δρομος αρχιζει να γεμιζει φασαρια. Μεταλλικοι ηχοι και σειρηνες σπανε την ηρεμια της νυχτας και με κανουν να παρω απο πανω της το βλεμα μου. Εχει κιολας ξημερωσει. Το χρωμα του ουρανου αρχιζει σιγα σιγα να ανοιγει.
Την πλησιαζω και της δινω ενα φιλι στο μαγουλο.
Για μια στιγμη νομιζω πως πεταρισε τα βλεφαρα της, αλλα δεν μπορω να στο πω με σιγουρια.
Θα σε δω και αυριο, να με περιμενεις της φωναζω καθως απομακρυνομαι.
Το ξερω πως και αυριο θα ειναι εκει και θα με περιμενει.
ΥΓ. Αν την ψαξεις και εσυ καπου στους δρομους της Πατρας θα την βρεις. Κατσε και μιλησε της. Θα σε ακουσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου