17 Οκτωβρίου 2013

Πανω απο τα συννεφα.

Ο κοσμος σκοτεινιασε.
Ο ηλιος κρυφτηκε.
Και εμεις χαθήκαμε.
Παραπαταμε στην σιωπη γιατι τα ονειρα δεν μιλανε πια. Δεν μας δειχνουν τον δρομο.
Γινομαστε διαφανοι οταν κοιτιομαστε στα ματια. Δεν μπορουμε την αληθεια, κρυβομαστε στο ψεμα.
Δεν μιλαμε γιατι καποιος μας εκοψε την γλωσσα, και αν κοιταξεις στον καθρεφτη θα τον δεις.
Μειναμε μονοι σε μια πολη γεματη νεκρα ονειρα.
Προσπαθω να ξυπνησω ομως αυτο δεν ειναι ονειρο.
Ειναι το τελος μιας εποχης. Ενα τελος λυτρωτικο. Και εσυ καπου εκει γελας.
Τα ποδια μου δεν με κρατανε τωρα πια.
Προσπαθω να κρατησω το κορμι μου ορθιο, αλλα δεν υπακουει ουτε και αυτο.
Σταματησε να δεχεται εντολες. Ειναι ελευθερο, ειναι ετοιμο να πεταξει.
Και οπως αφηνω την γη, σε ακουω να φωναζεις να σε παρω μαζι μου.
Η φωνη σου ομως ξεμακρυνεται απο τα αυτια μου.
Αυτο το ταξιδι ειναι μονο για εναν.
Λυπαμαι.
Δεν αντεχεται το βαρος δυο αδειων κορμιων.
Τωρα χανεται και η φωνη σου. Ξεχασα κιολας το προσωπο σου.
Δεν σε γνωρισα ποτε και ομως σε ξερω καλυτερα απο σενα.
Δεν με αγγιξες ποτε αλλα τα σημαδια σου ειναι πανω μου.
Δεν ακουσα ποτε την φωνη σου, μα τωρα αυτη με ξεκουφαινει.
Νιωθω το κορμι μου να απομακρυνεται απο εσενα, απο την αδεια πολη και απο εμενα.
Φτανει ψηλα, αναμεσα και πανω απο τα συννεφα.
Και εκει σταματα. Δεν κινειται αλλο πια. Σαν να σταματησε ο χρονος, να χαθηκε, να πηγε μακρια.
Δεν μπορω να συνηθισω στο κενο, και ομως η απουσια σου με γεμιζει.
Μενω εδω, να κοιταζω την αδεια πολη απο ψηλα.
Μενω εδω που το κενο κραταει χιλια χρονια.



10 Οκτωβρίου 2013

Κενός λόγος.

Πότε δεν ήμουν κάλος στα λόγια.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. 
Χόρτασα μάλλον από τα λόγια των ανθρώπων. 
Λόγια που μιλάνε για αγάπη, για όνειρα, για φιλία, για πράγματα που ποτέ δεν μπόρεσαν να σπάσουν το φράγμα της φαντασίας και να γίνουν πραγματικότητα, γεγονότα και πράξεις. 
Λέξεις που ειπώθηκαν από χείλια στεγνά. 
Λόγια που ειπώθηκαν σε στιγμές που η λύπηση πήρε την θέση της συμπόνιας.
Μια ζωή μέσα σε λόγια κενά. Μια ζωή μέσα στο κενό. 
Ότι μεγαλώνει στο κενό η στην μοναξιά λένε γίνεται άγριο.
Τα λόγια δεν είναι ποτέ αρκετά. 
Τα λόγια ποτέ δεν σήμαιναν πολλά.
Γιαυτό και εγώ σταμάτησα να μιλάω. Σταμάτησα να λέω τι με ενοχλεί, τι μου αρέσει, τι θέλω, τι δεν θέλω. Σταμάτησαν οι σκέψεις μου να γίνονται λόγια. Και έδωσα την θέση τους στις πράξεις. Πολλές από αυτές σωστές, περισσότερες από αυτές λάθος. Πολλές από αυτές δεν έγιναν όπως τις είχα σχεδιάσει. Πότε όμως τα πράγματα έρχονται έτσι όπως τα έχουμε σκεφτεί; Κάπως έτσι σταμάτησα να μιλάω. Κάπως έτσι τα λόγια που δεν είπα γίνανε πράξεις, που άλλοτε έφερναν πόνο και άλλοτε χαρά. 
Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να καταλάβουμε τι πονάει περισσότερο,
τα λόγια που ειπώθηκαν ή οι σκέψεις που έγιναν πράξεις; 
Από την άλλη όμως ίσως να μην μπορούμε, ίσως και να μην θέλουμε να καταλάβουμε.
Είναι ωραία η άγνοια όταν δεν σου προκαλεί πόνο.
Είναι ωραιότερη όμως όταν υπάρχει η πλήρης συνείδηση του λάθους και του σωστού.
Όταν όμως έρθει η στιγμή και καταλάβεις τα λάθη σου, 
τότε θα παρακαλάς την άγνοια να γίνει η καλύτερη σου φίλη, για να μην πονάς.
Όμως αυτή δεν θα είναι εκεί. 
Θα σε έχει εγκαταλείψει όπως εγκατέλειψε και εμένα.
Και μέσα σε μια στιγμή θα δούμε όλα τα λάθη μας να μας κοιτούν κατάματα.
Και το μόνο που θα έχουμε να μας κρατάει συντροφιά μέσα στο κενό, στα λόγια, 
στα πρόσωπα, στις πράξεις στα λάθη και στις σκέψεις μας, θα είναι ο πόνος.
Ο πόνος που από την αρχή μόνοι μας γεννήσαμε.
Γιατί φταίει που δεν μάθαμε να είμαστε καλοί στα λόγια.



9 Οκτωβρίου 2013

Σε μια κουταλιά νερό.

Εχουν κατι ομορφο αυτες οι μερες που ξεκινανε και τελειωνουν με βροχη.
Ενα συναισθημα που δεν μπορεις να περιγραψεις με λογια και ομως σε γεμιζει.
Αυτη την βροχη ζητας.
Την ζητας σαν να εχεις περασει καιρο πολυ στη ξηρασια της ερημου, την ζητας σαν απελπισμενος ταξιδιωτης που κουραστηκε να περιπλανιεται στο πουθενα. Την ζητας σαν το γαλα που ζητουσες απο την μαμα σου οταν ησουν μικρος. Νομιζεις πως αν βραχεις με το νερο της ολα τα προβληματα σου θα λυθουν, θα λυτρωθεις απο τις σκεψεις και απο τα συναισθηματα που πλημμυριζουν το μυαλο σου.
Ομως οσο και αν θες να βγεις εκει εξω και να βραχεις μεχρι το κοκκαλο κατι σε κραταει μεσα στο σπιτι. Στην ζεστασια της σιγουριας σου. Καθεσαι απλα και την βλεπεις απο το μικρο σου παραθυρο. Μπορεις να την μυρισεις. 
Και εκει που μια μυρωδια σε γεμιζει, αρχιζεις και κλαις.
Χωρις να ξερεις το γιατι.
Μαλλον φοβασαι.
Φοβασαι πως τα προβληματα και οι εγνοιες σου και οι σκεψεις σου δεν θα φυγουν απο το κεφαλι σου, αλλα θα βαρυνουν απο την βροχη και θα σε κανουν να πεσεις στην γη. Φοβασαι πως η βροχη θα σε πονεσει, φοβασαι πως μολις ακουμπησει το δερμα σου, αυτο θα αρχισει να καιγεται. Και οσο πιο πολυ φοβασαι τοσο πιο πολυ αυτη θα δυναμωνει.
Φοβασαι πως θα πνιγεις απο το πολυ νερο. 
Ετσι γινεται ομως.
Ολοι μας πνιγομαστε σε μια κουταλια νερο.