20 Σεπτεμβρίου 2013

Το αγορι απο το πουθενα

Ηταν χειμωνας ξανα και εκεινος ηταν ολομοναχος.
Μονος, χωρις καμια συντροφια, περα απο τις φωνες που ακουγε παντου ολογυρα.
θυμοταν καποιους ανθρωπους. Θυμοταν αυτους που ηρθαν, αυτους που εφυγαν, θυμοταν επισης αυτους που ειχαν φυγει πριν ερθουν κοντα του. Δεν θυμοταν κανεναν ακριβως.
Θυμοταν μονο μια μερα που σκεφτηκε "ΕΙμαι Ολομαναχος. Δεν υπαρχει αλλος εκτος απο μενα". 
Ζουσε στο σκοταδι. Εμαθε τον εαυτο του να περπαταει στο φως, αν και δεν ηταν ευκολο. Για ενα διαστημα τον πονουσε, τον αρρωσταινε.
Περιπλανηθηκε πολυ. Ετσι του ειχε πει μια φωνη στο κεφαλι του. Καποιες μερες ομως δεν πηγαινε πουθενα. Καποιες μερες ηταν χρονια. Ζουσε εδω και εκει, με αυτους και με εκεινους με αυτους που ηρθαν, αυτους που εφυγαν, με αυτους που ειχαν φυγει πριν ερθουν κοντα του και, τελικα, με κανεναν.

Οι εποχες αλλαζαν. Εκαναν κυκλους, ερχονταν περνουσαν και ξαναερχονταν, ξανα και ξανα. 
Εκανε κρυο, και υστερα δεν εκανε.
Οι νυχτες ηταν ατελειωτες και υστερα δεν ηταν.
Που και που ετρωγε. Προσπαυθουσε να ταισει την ψυχη του παρα το σωμα του.
Για ενα διαστημα ειχε τον ωκεανο διπλα του, απεραντο και γκριζο, και μια παραλια γεματη πετρες λειασμενες απο το νερο, και ψηλα πευκα που απλωναν τα μακρια χερια τους πανω απο την επιφανεια του νερου.Την νυχτα εβλεπε τα αστερια να κινουνται, παρακολουθουσε την Σεληνη να ξεπροβαλλει ορμητικη και υστερα να βουταει στην θαλασσα. 

Αυτη την φεγγαρολουστη νυχτα, οταν ειχε περασει πολυς καιρος που ηταν ολομοναχος, χωρις ουτε ενα φιλο στον κοσμο αν του κρατησει συντροφια σκεφτηκε "Ελατε εδω..."
Ηρθαν. Πρωτα ενας, υστερα ενας δευτερος ολο και περισσοτεροι. "Ελατε κοντα μου..."
Ξεπροβαλαν μεσα απο τις σκιες. Επεσαν απο τον ουρανο και απο ολα τα ψηλα μερη ολογυρα, και συντομα ηταν αμετρητοι. Στριμωχτηκαν ολογυρα του με τα ονειρευομενα προσωπα τους. Τους αγγιξε, τους χαιδεψε και δεν ενιωθε πια μονος.

Ρωτησε "Εμεις ειμαστε ολοι; Γιατι δεν εχω δει κανεναν, ουτε αντρα ουτε γυναικα εδω και πολλα χρονια. Δεν υπαρχει αλλος εκτος απο μενα;"  Αλλα οσο και αν ρωτουσε Δεν ειχαν να του δωσουν την απαντηση, μοναχα τον κοιταζαν με αυτο το κενο βλεμμα, αδειο απο ψυχη και σκεψη και συναισθημα.
"Πηγαινετε τωρα" σκεφτηκε και εκλεισε τα ματια του. Κι οταν τα ανοιξε, ειδε πως ηταν παλι μονος.
Ετσι εφυγε τρεχοντας απο εκεινο το μερος. Αρχισε να τρεχει και δεν σταματησε ποτε.