Σε αυτή την πόλη έζησαν και πέθαναν, χιλιάδες έρωτες επειδή τελείωσε η αγάπη.
Σε αυτή την πόλη που όλοι έτρεχαν για να προλάβουν, εκείνος καθόταν ακίνητος.
Καθόταν σε μια γωνιά για ώρες και απλά κοιτούσε τους ανθρώπους να περνούν.
Έφτιαχνε μια ιστορία στο κεφάλι του για τον καθένα ξεχωριστά.
Και για όσους δεν είχε μια ιστορία να σκεφτεί, τους ερωτευόταν.
Τους άδειους ανθρώπους τους γέμιζε με την αγάπη του, και στους μικρόψυχους, ψιθύριζε μέσα απο τα δόντια του λέξεις παρηγοριάς και συμπόνιας. Πόσο δύσκολο θα είναι να μην μπορείς να αγαπήσεις σκεφτόταν. Και έτσι συνέχιζε να κοιτάζει και να μοιράζει αγάπη στους άγνωστους περαστικούς. Και να τους ερωτεύεται όλο και πιο πολύ. Όλο και πιο δυνατά.
Μέχρι που ήρθε η μέρα και στέρεψε απο αγάπη.
Δεν είχε άλλη να προσφέρει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καμιά ιστορία που να ταιριάζει σε όποιον έβλεπε. Δεν μπορούσε να κάθεται ακίνητος για ώρες. Μάλλον ξέμεινα και εγώ από αγάπη σκέφτηκε.
Οι μέρες πέρασαν και εκείνος άρχισε να τρέχει σαν όλους τους άλλους. Δεν παρατηρούσε κανέναν. Μόνο τον δρόμο που περνούσε κάτω απο τα πόδια του. Άρχισε να στροβιλίζεται και να χάνεται μέσα στην καθημερινότητα των άλλων.
"Μην καστσουφιάζεις. Σήκωσε το κεφάλι, κοίτα τον ήλιο και χαμογέλα" άκουσε μια φωνή να τον προσπερνά. Σήκωσε το κεφάλι και στην απέναντι πλευρά του δρόμου, είδε κάποιον σαν και αυτόν.
Καθόταν σε ένα παγκάκι και τον κοιτούσε με ένα χαμόγελο που του θύμισε το δικό του, όταν έκανε και εκείνος το ίδιο πράγμα ακριβώς. Όταν μοίραζε την αγάπη του στους άλλους. Και τότε θυμήθηκε.
Γιαυτό αν δεις κάποιον να προχωράει με σκυμμένο το κεφάλι και έχει ζωγραφισμένη την λύπη μονάχα στο πρόσωπο του, προσπάθησε να του δώσεις λίγη απο την αγάπη σου.
Γιατί που ξέρεις, και εκείνος μπορεί να την χαράμισε για σένα....